Διαμεσολάβηση στις Συμβάσεις Κατασκευής

  • Εκτύπωση
Διαμεσολάβηση στις Συμβάσεις Κατασκευής

του Νικόλαου Ζάχου, Head of Legal INTRACOM HOLDINGS S.A.

 
1.- Η σύμπηξη των δυνάμεων και των δραστηριοτήτων δύο ή περισσοτέρων προσώπων προς εξυπηρέτηση προκαθορισμένου σκοπού αναπτύσσει δυναμικές μεταξύ τους και παρέχει το πεδίο για την ανάδειξη ποικίλων διαφορών αναφορικά με την προσέγγιση και χειρισμό των επιμέρους παραμέτρων.
Η επίλυση των αναφυόμενων διαφορών συνήθως παραγνωρίζει το ευρύτερο πλαίσιο των αμφιμερώς ή πολυμερώς επιδιωκόμενων συμφερόντων που οδήγησαν στη θεμελίωση μίας συνεργασίας και εστιάζει στο στενό πλαίσιο που διαμορφώνουν τα δεδομένα μίας συγκεκριμένης διαφοράς.
Η Διαμεσολάβηση αποσκοπεί στο να προσφέρει στα εμπλεκόμενη μέρη την εναλλακτική ευκαιρία να αντιμετωπίσουν τις διαφορές τους πέραν του στενού πλαισίου τους, κατ’ αναγωγή στο επίπεδο του συνυπολογισμού των ευρύτερων συμφερόντων και επιδιώξεων που καθιστούν επιθυμητή μία συνεργασία.
Υπό το πλαίσιο αυτό, βρίσκει εφαρμογή στο σύνολο των συμβατικών σχέσεων και προσαρμόζεται στις ιδιαιτερότητες και στα χαρακτηριστικά εκάστης εξ αυτών λόγω της ευέλικτης και προσαρμοστικής φύσης και λειτουργίας της.
2.- Τέτοιες ιδιαιτερότητες εμφανίζουν και οι συμβάσεις κατασκευής, καθόσον το αντικείμενό τους είναι συνεχώς εξελισσόμενο και μεταβαλλόμενο στο πεδίο εκτέλεσης, συνδέεται με σημαντικά - και πολλές φορές αντιτιθέμενα - οικονομικά συμφέρονται και προσδιορίζεται από την συνάδειά του με προδιαγραφές και παραμέτρους τεχνικής φύσεως. Ειδικά το τελευταίο στοιχείο έχει παράσχει το υπόβαθρο για την είσοδο τόσο σε συμβατικό, όσο και σε πρακτικό επίπεδο, της τεχνικής πραγματογνωμοσύνης ή της κρίσης εξειδικευμένου εμπειρογνώμονα ως μέσων απεμπλοκής των μερών από διαφορές που ανακύπτουν κατά την εκτέλεση ενός έργου. Είναι δε γενικώς παραδεκτό, ότι ένα σημαντικό ποσοστό των διαφορών που ανακύπτουν συνδέονται με την ανταπόκριση ή μη στις συμφωνηθείσες ή κρατούσες στην αγορά τεχνικές προδιαγραφές.
Υπό αυτά τα δεδομένα, εύλογα μπορεί να αναρωτηθεί κανείς εάν υπάρχει πεδίο εφαρμογής του θεσμού της διαμεσολάβησης σε τόσο «προδιαγεγραμμένο πλαίσιο» και σε θετική περίπτωση ποια είναι τα χαρακτηριστικά στοιχεία, ως προς τα οποία διαφοροποιείται η διαμεσολάβηση και, πρωτίστως, ποια μπορεί να είναι η υπεραξία που αυτή προσδίδει στα εμπλεκόμενα μέρη.
3.- Κατ’ αρχάς, μία βασική διαπίστωση αποτελεί το ότι η Διαμεσολάβηση δεν υποκαθιστά τα προαναφερόμενα μέσα, καθώς το πλαίσιο, η λειτουργία και ο σκοπός της δεν αποκλείουν την εφαρμογή τους. Μία τέτοια εφαρμογή μπορεί να είναι συμπληρωματική, υπό την έννοια ότι η προσφυγή σε τέτοια μέσα εξυπηρετεί άλλον σκοπό και παράγει άλλα δεδομένα, τα οποία δύνανται σε επόμενο στάδιο να ενταχθούν στη διαδικασία της Διαμεσολάβησης, υποβοηθώντας αυτήν και τους στόχους της. Δεν ισχύει, ωστόσο, το αντίθετο, καθόσον μόνον η Διαμεσολάβηση χρησιμοποιεί ευρυγώνιο φακό για την ανάδειξη και αντιμετώπιση των ουσιαστικών παραμέτρων της διαφοράς. Η ως άνω βασική διαπίστωση δύναται να επιβεβαιωθεί από μία συγκριτική επισκόπηση του χαρακτήρα και του περιεχομένου μεταξύ, αφενός, των μέσων της τεχνικής πραγματογνωμοσύνης και της κρίσης εξειδικευμένου συμβούλου και, αφετέρου, της Διαμεσολάβησης.
4.- Η τεχνική πραγματογνωμοσύνη αποτελεί μία διαθέσιμη στους συμβαλλόμενους επιλογή, στην οποία προστρέχουν όταν κρίνουν ότι συντρέχει περίπτωση και ανάγκη να εκτιμηθεί και αξιολογηθεί ένα θέμα από τεχνική άποψη και μόνον. Το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό επιδρά ταυτόχρονα περιοριστικά σε σχέση με τον ρόλο μίας τέτοιας προσέγγισης. Αντικείμενο αυτής αποτελούν συγκεκριμένες, τεχνικά οριοθετημένες, εκφάνσεις του τρόπου κατασκευής έργων και εγκαταστάσεων, της επιμέτρησης εργασιών, της διαπίστωσης κακοτεχνιών, της εκτίμησης τρόπων και κόστους αποκατάστασης αστοχιών, κακοτεχνιών ή βλαβών, του ελέγχου εφαρμογής τεχνικών όρων και προδιαγραφών κ.ο.κ. Στη χώρα μας κυρίαρχο ρόλο κατέχει στον τομέα αυτόν το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος, καθότι αποτελεί τον φορέα, η εγκυρότητα του οποίου, καλύπτει μέσω των μελών – πραγματογνωμόνων αυτού την απαραίτητη αξιοπιστία.
Η προσέγγιση που υιοθετείται κατά τη διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης και κυρίως κατά τη σύνταξη της οικείας έκθεσης είναι ουδέτερη και αυστηρά τεχνοκρατική υπό την έννοια ότι υπαγορεύεται η προσήλωση σε αμιγώς τεχνικά κριτήρια και η απόλυτη εξάρτηση του συμπεράσματος από την απρόσωπη εξέταση της σχέσης αιτίου – αποτελέσματος σε τεχνικό επίπεδο. Στον αντίποδα απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά ή εκτίμηση αναγόμενη σε ζητήματα νομικά ή αφορούσα στις σχέσεις μετά των εμπλεκομένων μερών, γεγονός που καθιστά μη επιτρεπτή τη συναγωγή κρίσης περί ευθύνης.
Κατά τούτο, ο ρόλος της τεχνικής πραγματογνωμοσύνης περατώνεται ταυτόχρονα με την ολοκλήρωση της σύνταξης της οικείας έκθεσης. Εναπόκειται στα εμπλεκόμενα μέρη να καθορίσουν τον τρόπο αξιοποίησης του περιεχομένου της, καθώς και τις συνέπειες των τεχνικών διατυπώσεων και ερμηνειών που αποτυπώνονται σε αυτήν. Ο καθορισμός αυτός θα σχηματοποιήσει ακολούθως τις σχέσεις ευθύνης και αιτιότητας μεταξύ τους.
Εντούτοις, η εναπόθεση της αξιοποίησης της τεχνικής πραγματογνωμοσύνης στη διακριτική ευχέρεια των εμπλεκομένων μεταθέτει εκ νέου στους τελευταίους την πρωτοβουλία για τους περαιτέρω χειρισμούς. Η διαφορά με την προ της τεχνικής πραγματογνωμοσύνης κατάσταση συνίσταται μόνον στην αποκρυστάλλωση της τεχνικής παραμέτρου του ζητήματος, η οποία δεν παρίσταται βέβαιο ότι θα αποφύγει την κριτική ή και την αμφισβήτηση ακόμη. Εάν δεν ορίζεται άλλως σε συμβατικό επίπεδο, το στοιχείο της δεσμευτικότητας ελλείπει. Κάθε εξέλιξη εναπόκειται πλέον στην ωριμότητα και σύνεση των εμπλεκομένων, αλλά και στις ιδιαίτερες περιστάσεις.
Η προδιάθεση των εμπλεκομένων προς την αντιδικία εμφανίζεται ούτως ή άλλως έντονη, εφόσον συνυπολογισθεί, ότι η προσφυγή στον τεχνικό πραγματογνώμονα γίνεται ως επί το πλείστον μονομερώς από εμπλεκόμενο μέρος προς τον σκοπό αξιοποίησης σε δρομολογημένη, λιγότερο ή περισσότερο, δικαστική διαμάχη. Το γεγονός αυτό προσδιορίζει και σε μεγάλο βαθμό το κλίμα, μέσα στο οποίο θα κινηθεί ο πραγματογνώμονας, αλλά κυρίως τις εγγενείς δυσκολίες των επιμέρους χειρισμών και ενεργειών του. Υπό τέτοιες συνθήκες το στοιχείο της αντικειμενικότητας τίθεται υπό αμφισβήτηση και βάλλεται.
Υπάρχει βεβαίως, σαφώς μειωμένη, πιθανότητα είτε κοινής προσφυγής σε τεχνική πραγματογνωμοσύνη, ενδεχομένως βασιζόμενη σε σχετική ειδική συμβατική πρόβλεψη, είτε γνήσια ανάληψη διαπραγματεύσεων προς διευθέτηση του ζητήματος με άξονα τα συμπεράσματα της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης. Παρά ταύτα, το στοιχείο της επανόδου των εμπλεκομένων μερών σε καθεστώς αντιπαράθεσης επικρατεί.
Συμπερασματικά, λοιπόν, η τεχνική πραγματογνωμοσύνη φέρει ως επί το πλείστον μη δεσμευτικό για τα εμπλεκόμενα μέρη χαρακτήρα και περιορίζεται μόνον στην αποσαφήνιση τεχνικών ζητημάτων, κατά τρόπο ουδέτερο και αφηρημένο, αφήνοντας κατά μέρος τη συναγωγή κρίσεων επί νομικών θεμάτων και παραπέμποντας εκ νέου τον καθορισμό των εφεξής σχέσεων στα εμπλεκόμενα μέρη. Κατά τούτο, αποσαφηνίζει κρίσιμες τεχνικές παραμέτρους και μόνο, ενώ στερείται της δυνατότητας αυτοτελούς εφαρμογής και αναγωγής αυτών στις σχέσεις των εμπλεκόμενων μερών ως εργαλείο προς διευθέτηση της διαφοράς. Σε επίπεδο δε ψυχολογικού κλίματος μεταδίδει μήνυμα αντιπαράθεσης προς τον αντισυμβαλλόμενο και εκλαμβάνεται ως προπομπός διαμάχης.
5.- Συναφή επιλογή συνιστά και η προσφυγή στην κρίση εξειδικευμένου εμπειρογνώμονα, ο οποίος καλείται με βάση τα παρεχόμενα στοιχεία να εκφέρει κρίση επί συγκεκριμένης διαφοράς. Στηρίζεται συνήθως σε σχετική συμβατική πρόβλεψη, ενώ δεν αποκλείεται να αποτελεί απόρροια μεταγενέστερης συμφωνίας των εμπλεκομένων μερών σε ύστερο στάδιο της εκτέλεσης της σύμβασης, όταν θα έχουν διαμορφωθεί τα δεδομένα της διαφοράς. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις ο στόχος έγκειται στην αποσαφήνιση ενός, εν πολλοίς, τεχνικού θέματος και στην ανάδειξη λύσης κοινής αποδοχής των εμπλεκομένων μερών. Η σκοπιμότητα της προσφυγής σε αυτή τη μέθοδο επίλυσης αναδεικνύεται ιδίως, όταν ανακύπτει ζήτημα αποτίμησης αξίας των δεδομένων της διαφωνίας.
Οι διαφορές με την τεχνική πραγματογνωμοσύνη καθίστανται μη ευχερώς διακριτές στο μέτρο που επικεντρώνονται στην εξέταση και αξιολόγηση τεχνικών θεμάτων και παραμέτρων. Παρά ταύτα, ο ρόλος και η δράση του εξειδικευμένου εμπειρογνώμονα αναβιβάζεται στις σχέσεις των εμπλεκομένων μερών κατά το ότι η κρίση του είναι δεσμευτική και επιφέρει τη διευθέτηση του συγκεκριμένου τεχνικού θέματος και ενδεχομένως παρακολουθηματικών ζητημάτων.
Πλέον σχηματοποιημένος και οριοθετημένος θεσμός εναλλακτικής επίλυσης διαφοράς αποτελεί ο θεσμός του expert determination, όπως αυτός έχει διαμορφωθεί κυρίως στην αγγλοσαξονική έννομη τάξη. Στην περίπτωση αυτή ο ειδικός, αφού συνήθως επιλεγεί από τα εμπλεκόμενα μέρη, καλείται να εξετάσει και να αποφανθεί επί συγκεκριμένου θέματος της σύμβασης ή των σχέσεων των εμπλεκομένων μερών ή επί αμφισβητούμενων γεγονότων.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, το υπό εξέταση θέμα είναι ως επί το πλείστον τεχνικής φύσεως και δύναται να συνδυάζεται με την αποτίμηση των επιμέρους παραμέτρων του. Το εν λόγω στοιχείο δίδει και τα όρια της συγκεκριμένης μεθόδου, η οποία εμφανίζει έλλειμμα σχηματοποίησης λύσης που θα έχει συμπεριλάβει επιχειρηματικά και εμπορικά κριτήρια, ιδίως δε στην έκταση που γίνονται αντιληπτά, πολύ δε περισσότερο, αποδεκτά από τα εμπλεκόμενα μέρη.
Τα καθήκοντα και η εξουσία του expert εκτείνονται στη διεξαγωγή έρευνας χωρίς να περιορίζεται στα στοιχεία που τέθηκαν στη διάθεσή του από τα εμπλεκόμενα μέρη, καθώς έχει τη δυνατότητα να την επεκτείνει αυτοβούλως επί των σημείων που κρίνει σκόπιμο ή απαραίτητο. Η κρίση του είναι δεσμευτική για τα εμπλεκόμενα μέρη. Η διαδικασία διεξάγεται από τον expert, χωρίς να δίδεται στα εμπλεκόμενα μέρη χώρος για ανάπτυξη ενεργού ρόλου πέραν της παροχής των απαραίτητων πληροφοριακών δεδομένων και στοιχείων.
Το αποτέλεσμα της διαδικασίας δεν εγγυάται την τελική επίλυση της διαφοράς, παρά μόνον την οριστική αποσαφήνιση του τεθέντος τεχνικού ζητήματος. Η expert determination εμφανίζει μεν ένα μεγαλύτερο βαθμό αποστασιοποίησης από τη δικαστική εμπλοκή, πλην όμως η περαιτέρω επιβολή της κρίσης της απαιτεί περαιτέρω προσφυγή σε άλλες μεγαλύτερης δεσμευτικότητας μεθόδους επίλυσης, όπως διαιτησία ή δικαστική διευθέτηση. Επιπλέον, αφήνει στα εμπλεκόμενα μέρη το περιθώριο να εγείρουν αμφισβήτηση ή αντιρρήσεις επί του αποτελέσματος της διαδικασίας κυρίως λόγω ασαφειών ή ελλειμμάτων που συνδέονται με το εύρος της νομικά επιτρεπόμενης κρίσης του expert και της χορηγηθείσας σε αυτόν εξουσίας, ιδίως δε όταν υπεισέρχεται αξιολόγηση και κρίση επί νομικών εννοιών ή επί των νομικών προεκτάσεων του υπό έρευνα θέματος. Άμεσο αποτέλεσμα τέτοιων προβλημάτων αποτελεί η, υπό διαφορετικά δεδομένα πλέον, αναβίωση της διαφωνίας.
Ανακεφαλαιωτικά, η εναλλακτική μέθοδος του expert determination παρέχει περισσότερα εχέγγυα αντικειμενικότητας λόγω της στήριξης που παρέχει σε αυτήν η κοινή βούληση των εμπλεκόμενων μερών. Εστιάζεται κυρίως σε τεχνικά ζητήματα, ιδίως όταν συντρέχει ανάγκη αποτίμησης της αξίας των επιμέρους δεδομένων τους. προς τα εμπλεκόμενα μέρη. Το πόρισμα της διαδικασίας είναι δεσμευτικό για τα εμπλεκόμενα μέρη, χωρίς ωστόσο να έχουν ευθεία ανάμειξη στην εξαγωγή του, ούτε να διατηρούν τον έλεγχο της εξελικτικής πορείας του. Υφίσταται, πεδίο αναβίωσης της διαφοράς στο μέτρο που οποιοδήποτε των εμπλεκομένων μερών είτε εγείρει αμφισβητήσεις επί του πλαισίου εφαρμογής ή/και του περιεχομένου της διαδικασίας, είτε αρνηθεί να εφαρμόσει την καθορισμένη προσέγγιση. Στην περίπτωση αυτή αναδεικνύεται και πάλι η ανάγκη προσφυγής σε διαδικασία επίλυσης της διαφοράς, η οποία θα κινείται πλέον σε επίπεδα πλησιέστερα της αντιδικίας λόγω και του πλήγματος που εν τω μεταξύ θα έχει δεχθεί η εμπιστοσύνη και συναινετική προσέγγιση των εμπλεκόμενων μερών.
6.- Η Διαμεσολάβηση βρίσκει σημεία επαφή με τις προαναφερόμενες μεθόδους, πλην όμως εμφανίζει χαρακτηριστικά που τις υπερβαίνει.
Κατ’ αρχάς, ο Διαμεσολαβητής δύναται να είναι πρόσωπο με εξειδίκευση με τον τομέα των κατασκευών και των επιμέρους κλάδων του, γεγονός που δεν στερεί από τη διαδικασία το νομικό, τεχνικό ή εμπορικό υπόβαθρο που κρίνεται σκόπιμο ή απαραίτητο να υποβοηθά και να στηρίζει μία διαδικασία επίλυσης τέτοιας διαφοράς. Τούτο μπορεί να επιτευχθεί εναλλακτικά μέσω της συμμετοχής στην ομάδα κάθε εμπλεκόμενου μέρους αντίστοιχου συμβούλου με τα επιθυμητά χαρακτηριστικά. Ο ευέλικτος χαρακτήρας της Διαμεσολάβησης προσφέρει τους μηχανισμούς ανάδειξης των παραμέτρων της επιστήμης και της τέχνης υπό διαφορετικές εκδοχές ανάλογα με την κοινή βούληση των εμπλεκομένων μερών.
Η εν λόγω κοινή βούληση, όπως μετουσιώνεται σε συμφωνία επί των όρων διεξαγωγής της Διαμεσολάβησης, αποτελεί το κίνητρο του Διαμεσολαβητή για την εδραίωση ενός κλίματος εμπιστοσύνης και εγγύτητας που θέτει στο περιθώριο την προοπτική της αντιπαράθεσης. Το στοιχείο αυτό καθίσταται ιδιαίτερα σημαντικό, εάν ληφθεί ταυτόχρονα υπόψη, ότι συνήθως η εκτέλεση των κατασκευαστικών εργασιών βρίσκεται σε εξέλιξη, το εργοτάξιο είναι «ζωντανό» και οι επ’ αυτού σχέσεις των εμπλεκόμενων μερών είναι παρούσες, εξελίσσονται και δοκιμάζονται. Αναδεικνύεται η άμεση ανάγκη να μην θιγούν, στον μέγιστο εφικτό βαθμό, οι εν λόγω σχέσεις, ώστε να μην διαρραγούν επιχειρηματικές συνεργασίες, υφιστάμενες και διαφαινόμενες, καθότι εξαιρετικά δύσκολα επανέρχονται στο ίδιο σημείο μετά από μία αντιδικία. Ειδικότερα στον τομέα των κατασκευών η αναγκαιότητα αυτή αναδεικνύεται εντονότερα λόγω, αφενός, της συχνής κοινής παρουσίας των κατασκευαστικών εταιρειών σε κοινοπραξίες, ενώσεις εταιρειών και αναδόχους εταιρείες και, αφετέρου, της δόμησης και εναλλαγής των ρόλων τους υπό την ιδιότητα του κυρίως εργολάβου, καθολικού υπεργολάβου ή τμηματικού υπεργολάβου σε διάφορα έργα.
Η Διαμεσολάβηση προσφέρει το πλαίσιο για την, υπό όρους απόλυτης εμπιστευτικότητας, εξέλιξη της κοινής βούλησης των εμπλεκόμενων μερών σε κοινή δράση τους, καθότι αναβιβάζονται σε ενεργούς παίκτες στη διαδικασία. Επικουρούμενοι από τον Διαμεσολαβητή, έχουν την ευκαιρία να εκφράσουν και να προβάλουν τις θέσεις, τις απόψεις, τα επιχειρήματα και τις επιδιώξεις τους επί όλων των παραμέτρων που θεωρούν ότι εκφράζουν με τον βέλτιστο τρόπο τα συμφέροντά τους.
Ο Διαμεσολαβητής αποκτά τη δυνατότητα, αξιοποιώντας τα εργαλεία της Διαμεσολάβησης και τα προσόντα του, να αναδείξει την ουσία των προβληματισμών, επιφυλάξεων και επιδιώξεων εκατέρωθεν και να απομακρύνει από το πεδίο θέσεις που διαμορφώνονται με βάση την προσκόλληση σε συναισθηματικής φύσεως παράγοντες. Με τον τρόπο αυτό τα μηνύματα των εμπλεκόμενων μερών αποκτούν ευρύτητα, εκτεινόμενη πέρα από τα στενά όρια της διαφοράς που ανέκυψε, καθώς αναδεικνύονται και άλλες παράμετροι, ιδίως επιχειρηματικού ή εμπορικού χαρακτήρα, οι οποίες προσφέρουν την απαραίτητη δυναμική για τη διαμόρφωση ουσιαστικής πρόθεσης επίλυση του όποιου προβλήματος και συνέχισης της συνεργασίας. Η διαδικασία της Διαμεσολάβησης δεν αρκείται σε μία προσέγγιση αποδοχής ή απόρριψης των προβαλλόμενων θέσεων, όπως συμβαίνει με άλλες μεθόδους επίλυσης, αλλά επιδιώκει τη σύνθεση και την ανάδειξη δημιουργικών λύσεων.
Δεν θα πρέπει να παραγνωρίζεται, ότι οι κατασκευαστές, εργολάβοι, υπεργολάβοι κλπ. αποτελούν επιχειρηματίες, οι οποίοι λαμβάνουν τις αποφάσεις του με αντίστοιχα κριτήρια και επιθυμούν να συνεχίσουν να επιχειρούν και να συνεργάζονται. Είναι σημαντικό να αντιλαμβάνονται, ότι έχουν τον έλεγχο των αποφάσεών του και ότι μπορούν να τις κατευθύνουν προς αποκόμιση οφέλους. Η διαδικασία της Διαμεσολάβησης αφήνει όλα τα περιθώρια για να δώσει την ευκαιρία στα εμπλεκόμενα μέρη να συγκαθορίσουν δημιουργικά τη βέλτιστη λύση στις μεταξύ τους σχέσεις και ίσως όχι μόνο στην εκάστοτε διαφορά.
Για τον λόγο αυτόν, η Διαμεσολάβηση ενδείκνυται για τη συμμετοχή περισσότερων εμπλεκόμενων μερών, δηλαδή εργολάβων, υπεργολάβων, τεχνικών συμβούλων, σχεδιαστών, ασφαλιστών κ.ο.κ. που έχουν συμμετοχή στην εκτέλεση του έργου. Τα μεταξύ τους συμφέροντα και οι συσχετισμοί ποικίλουν και η μεταξύ τους απόκλιση είναι εφικτή μόνον εάν γίνει προσπάθεια να συγκεραστούν υπό μία επιχειρηματική – εμπορική προσέγγιση. Το πλαίσιο της Διαμεσολάβηση έχει τη δυνατότητα να ταξινομήσει , ομαδοποιήσει ή συνδυάσει τέτοια συμφέροντα και να τα εντάξει σε μία οργανωμένη σύγκλιση μεταξύ τους.
Άξια προσοχής εν προκειμένω είναι η παρουσία και η συμμετοχή των ασφαλιστικών εταιρειών που έχουν παράσχει αντίστοιχη κάλυψη επί διαφόρων κινδύνων. Είναι προς το συμφέρον τους να περιορίσουν το ρίσκο και την ευθύνη τους από την ασφαλιστική σύμβαση και να καθορίσουν τα εν λόγω στοιχεία το συντομότερο. Η Διαμεσολάβηση προσφέρει τις προϋποθέσεις για την εξυπηρέτηση τέτοιων συμφερόντων, με αποτέλεσμα να διευκολύνει τους χειρισμούς προς μία απεμπλοκή με το minimum κόστος υπό τη χρηματοοικονομική κάλυψη των ασφαλιστικών εταιρειών. Δεν θα πρέπει δε να αγνοείται το ενδεχόμενο παροχής χαμηλότερου ασφαλιστικού κόστους στο πλαίσιο συμβάσεων κατασκευής που περιέχουν όρο προσφυγής σε διαδικασία Διαμεσολάβησης με προφανή οφέλη για τους συμβαλλόμενους σε αυτήν.
Περαιτέρω σημαντικές παραμέτρους αποτελούν η ταχύτητα της έκβασης και το κόστος. Η Διαμεσολάβηση εξελίσσεται γρήγορα και ολοκληρώνεται θετικά ή αρνητικά σε σύντομο χρονικό διάστημα, σε αντίθεση με άλλες μεθόδους, συμπεριλαμβανομένης της διαιτησίας. Αντίστοιχα, το σχετικό κόστος θεωρείται χαμηλό συγκριτικά με άλλες μεθόδους επίλυσης διαφορών. Η συχνότερα απαντώμενη προσφυγή σε διαιτησία δεν θα πρέπει να θεωρείται πλέον ούτε τόσο ταχεία, ούτε τόσο προσιτή οικονομικά μέθοδος επίλυσης με βάση την εξέλιξη των πραγμάτων. Ο προβληματισμός επιτείνεται από το γεγονός, ότι συχνά επιλέγεται ως τόπος διεξαγωγής πόλη εκτός της χώρας ή ως εφαρμοστέο δίκαιο αλλοδαπή νομοθεσία. Η Διαμεσολάβηση αμβλύνει ουσιαστικά τα εν λόγω προβλήματα, εάν ληφθεί υπόψη ότι μπορεί να διεξαχθεί όπου κρίνουν τα εμπλεκόμενη μέρη, ακόμη και με στενή τοπική σχέση με το εργοτάξιο, και όπως αυτά κρίνουν σε σχέση με τα νομικά θέματα, υποβοηθώντας μέσω γνωμοδοτήσεων.
Ιδιαίτερο στοιχείο της Διαμεσολάβησης αποτελεί η μη δεσμευτικότητά της. Οποιοδήποτε εμπλεκόμενο μέρος μπορεί να αποχωρήσει από τη διαδικασία, όποτε το κρίνει συμβατό με τα συμφέροντά του, χωρίς να έχει υποστεί κάποια ουσιαστική απώλεια, δεδομένου ότι έχει συμμετοχή και έλεγχο αυτής. Το σχετικό ρίσκο είναι χαμηλό, εάν συνυπολογισθεί ότι η επίτευξη συμφωνίας οδηγεί σε ουσιαστική επίλυση της διαφοράς κατά τρόπο δεσμευτικό, χωρίς να έχουν διαταραχθεί οι σχέσεις των εμπλεκομένων μερών.
Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, η Διαμεσολάβηση εμφανίζεται ως ένα ουσιαστικό εργαλείο προς επίλυση των πάσης φύσης διαφορών που απορρέουν από μία κατασκευαστική σύμβαση, διότι εξασφαλίζει:
(α) τη συμφωνία και κοινή συμβολή των εμπλεκόμενων ως προς τη διεξαγωγή της
(β) τον ενεργό ρόλο τους στην εξελικτική πορεία της, κατά τρόπο ώστε να ελέγχουν τη διαδικασία και εν τέλει τη μοίρα τους
(γ) τη διατήρηση των επιχειρηματικών σχέσεων των εμπλεκομένων και τη συνέχιση των εν εξελίξει εργασιών
(δ) την ευελιξία και ταχύτητα ως προς την αντιμετώπιση της διαφοράς με τη συμβολή ενός προσώπου, του Διαμεσολαβητή, ο οποίος έχει γνώση και εμπειρία στον τομέα των κατασκευών
(ε) τη δυνατότητα ταυτόχρονης συμμετοχής πλείστων εμπλεκομένων σε πολύπλοκες σχέσεις υπαγόμενων στο πλαίσιο ενός κατασκευαστικού έργου
(στ) τη δυνατότητα υιοθέτησης ευέλικτων λύσεων με επιχειρηματική προσέγγιση που υπερβαίνουν τα στενά πλαίσια της διαφοράς
(ζ) την έλλειψη οποιασδήποτε δέσμευσης και την ευχέρεια αποχώρησης από τη διαδικασία
(η) τη δυνατότητα οριστικής επίλυσης της διαφοράς μέσω της αποτύπωσης αυτής σε σχετική συμφωνία
Η συνδυαστική επισκόπηση των παραπάνω οδηγεί με τον πλέον πειστικό τρόπο στη διαμόρφωση εδραίας πεποίθησης για τις εξαιρετικές δυνατότητες ευελιξίας και επιτυχίας της Διαμεσολάβησης σε διαφορές από κατασκευαστικές συμβάσεις. Υπό τέτοιες προϋποθέσεις και λαμβάνοντας υπόψη το κόστος, τον χρόνο και το πλαίσιο που υπαγορεύουν άλλες μέθοδοι επίλυσης διαφορών, αξίζει σε κάθε περίπτωση να διέλθει κανείς τη διαδικασία της Διαμεσολάβησης πριν προβεί σε οποιαδήποτε άλλη επιλογή διευθέτησης.

 

Νικόλαος Ζάχος
Head of Legal
INTRACOM HOLDINGS S.A